- απολιγαίνω
- (I)(Μ ἀπολιγαίνω)1. αδυνατίζω, εξασθενώ2. λιγοστεύω(«απολίγεψε τ' αλεύρι μας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + λιγαίνω «λιγοστεύω»].————————(II)ἀπολιγαίνω (Α)1. φωνάζω δυνατά, θορυβώ2. (για αυλό) παίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + λιγαίνω «φωνάζω δυνατά»].
Dictionary of Greek. 2013.